-
1 ἕδρα
ἕδρα, ἡ, = ἕδος, in Prosa das gebräuchlichere Wort; 1) Alles worauf man sitzt, Stuhl, Sessel, Bank, Il. 19, 77 Od. 3, 7 u. sonst; auch der Plag, wo man sitzt, τίειν τινὰ ἕδρᾳ, Einen durch einen Ehrenplatz auszeichnen, Il. 8, 161. 12, 311; τιμίαν ἕδραν ἔχειν Aesch. Eum. 817; τιμαῖς, δώροις, ἀρχαῖς, ἕδραις γεραίρειν τινα, Xen. Cyr. 8, 1, 39; ἕδρης εἴκειν τινί Phocyl. 208; der Thron, ἐκβαλεῖν ἕδρης Κρόνον Aesch. Prom. 201; ἕδραν ἔχειν, seinen Sitz haben, sitzen, ἐπ' ὀμφαλῷ Eum. 41; ἐκ τῆςδ' ἕδρας ἔξελϑε Soph. O. C. 36; ἐξ ἕδρας ἀνιστάναι, von seinem Sitz aufstehen heißen, Ai. 775; ἐκ τῆς ἕδρας ὠϑεῖν Plat. Tim. 79 b; übh. = Ort, ἡ τοῦ ἥπατος ἕδρα, der Sitz der Leher, 67 b. Bei den Aerzten der Sitz einer Krankheit. – Bes. in den Tempeln der Götter; χαλκόπεδος ϑεῶν ἕδρα Pind. I. 6, 44; ἐν ϑεῶν ἕδραις Aesch. Ag. 582 Suppl. 408, die 469 geradezu βωμοί heißen. – 2) Alles, worauf Etwas sitzt, ruht, Grundlage, Basis, Plut. Demetr. 21 u. a. Sp.; ἕδραν στρέφειν τινί, Einem die Grundlage entziehen, ihm ein Bein unterschlagen, Theophr. Char. 27. – 3) das Gefäß, der Hintere, Her. 2, 87; Hippocr. u. A. Auch der Nachtstuhl u. der Stuhlgang, Medic. – 4) das Sitzen, die Sitzung; Od. 3, 31. 8, 16; ἕδρας ϑοάζειν Soph. O. R. 2; ἕδραν ποιεῖν, Sitzung halten, Andoc. 1, 111; Dio Cass. oft von Senatssitzungen. – 5) das Zaudern, Verweilen, Her. 9, 41 Thuc. 5, 7; οὐχ ἕδρας ἔργον οὐδ' ἀμβολᾶς Bacchyl. bei Ath. XIV, 631 c; οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. Ai. 798; vgl. Eur. Or. 1241.
-
2 εδρα
эп.-ион. ἕδρη ἥ1) седалище, сиденье, кресло, стул или скамья(ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.)
2) почетное место3) престол(ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.)
4) ( у лошади) седловина(τοῦ ἵππου Xen.)
5) место, область(τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
; в описанияхΠαρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός6) местопребывание, жилище, обитель(Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕ. Eur.)
ἕδραι σκότιοι Eur. — царство теней7) святилище, алтарь(ἕδραι θεῶν Aesch.)
8) пристанище, убежищеναύλοχοι ἕδραι Soph. — стоянка кораблей, пристань
9) русло10) оправа, обод(ἴτυος Eur.)
11) основание, низ(ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.)
12) задняя часть тела(κατὰ τέν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἥ κέρκος ἐστὴ φυλακέ τῆς ἕδρας Arst.)
13) собрание, совещание, совет(ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὴ ἕ. Hom.)
εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. — тотчас же после собрания14) сидение без дела, бездействиеπεριημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. — он тяготился бездействием;
οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. — не время медлить;οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. — нельзя сидеть сложа руки -
3 ἕδρα
a dwelling place of gods or men. ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν Kamarina O. 5.8 ἀπάτερθε δ' ἔχον ἀστέων μοίρας, κέκληνται δέ σφιν ἕδραι (Kamiros, Ialysos, Lindos) O. 7.76 αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χαρίτες Orchomenos O. 14.2 Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις (perhaps seats) P. 3.94τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.44
]ς ἕδραι θε[ Πα. 13c. 7. -
4 χαλκό-πεδος
χαλκό-πεδος, mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα ϑεῶν Pind. I. 6, 44.
-
5 χαλκοπεδος
-
6 χαλκόπεδος
χαλκό-πεδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκόπεδος
-
7 ἕδος
Aἑδέεσσιν IG14.1389
ii 19:— sitting-place:1 seat, stool, Il.1.534 (pl.), 581 (pl.), 9.194, etc.; ἕ. Θεσσαλικόν straight-backed chair, Hp.Art.7.2 seat, abode, dwelling-place, esp. of the gods,ἐς Ὄλυμπον.. ἵν' ἀθανάτων ἕ. ἐστί Il.5.360
; ἵκοντο θεῶν ἕ. αἰπὺν Ὄλυμπον ib. 367, cf. Theoc.7.116; periphr., ἕ. Οὐλύμποιο, = Ὄλυμπος, Il.24.144, cf. Pi.O.2.12; of the abodes of men,Θήβης ἕ. Il.4.406
;Ἰθάκης ἕ. Od.13.344
; ἕ. Μάκαρος the abode of Macar, Il.24.544: periphr.,Τροίας ἕ. B.8.46
; ἔποικον ἕ., = ἐποικίαι, A.Pr. 412.3 seated statue of a god, S.OT 886 (lyr.), El. 1374, IG 2.754, al., Isoc.15.2, X.HG1.4.12, Porph.Abst.2.18, Polem.Hist.90, Plu.Per.13, Paus.8.46.2; τὰ ἕ. τῶν θεῶν, i.e. the Lat. Penates, D.H. 1.47; also of a man worshipped as a hero, IG14.2133;τὰ τῶν θεῶν ἕδη καὶ τοὺς νεώς Isoc.4.155
;τοὺς νεὼς καὶ τὰ ἕδη καὶ τὰ τεμένη Lycurg.143
; θεῶν ἕδη (v.l. ἄλση) , cf. Tim.Lex. ἕδος· τὸ ἄγαλμα, καὶ ὁ τόπος ἐν ᾧἵδρυται, but this latter use is doubtful in early Prose; later, temple, Ph.2.314;ἕ. ὑπαίθριον D.C.51.1
.II act of sitting, οὐχ ἕδος ἐστί 'tis no time to sit idle, Il.11.648, 23.205; cf.ἕδρα 11
. (Cf. Skt. sádas 'seat'.) -
8 ἝΔος
ἝΔος, τό, meist poetisch, vgl. ἕδρα, 1) der Sitz; a) der Sessel, auf dem man sitzt, Il. 1, 534. 581. 9, 194. – b) das Sitzen, οὐχ ἕδος ἐστί, es ist nicht Zeit, müssig dazusitzen, Il. 11, 648. 23, 205. – c) Wohnsitz, bes. der Götter; Ὄλυμπος ϑεῶν ἕδος Hes. Sc. 203; Od. 6, 42 u. öfter; ἕδος Οὐλύμποιο Il. 24, 144; Pind. N. 6, 3 Ol. 2, 13. Auch ἕδος Θήβης, die Stadt selbst, Il. 4, 406; Ἰϑάκης ἕδος Od. 13, 344; Μάκαρος ἕδος Il. 24, 544, wo Makar wohnte; Θεράπνας ὑψίπεδον ἕ. Pind. I. 1, 31; Αἰακιδᾶν εὔπυργον N. 4, 12; ὅσοι Ἀσίας ἕδος νέμονται Aesch. Prom. 411, vgl. Pers. 890; Eur. I. A. 1597 u. a. D. – Bes. heißen die Tempel der Götter δαιμόνων ἕδη, Soph. O. R. 886, vgl. El. 1366; so auch in Prosa, ϑεῶν ἕδη Plat. Phaed. 111 b; Isocr. 3, 9. 4, 155, wo es nach Thom. Mag. auch auf die Götterbilder selbst geht, wie Lycurg. 1 τῶν ϑεῶν νεὼς καὶ τὰ ἕδη verbunden ist; Isocr. 15, 2 Φειδίας τὸ τῆς Ἀϑηνᾶς ἕδος ἐργασάμενος, wie auch Xen. Hell. 1, 4, 12 τοῦ ἕδους τῆς Ἀϑηνᾶς κατακεκαλυμμένου zu verstehen u. B. A. p. 246 ἕδος τὸ ἄγαλμα erkl. wird. Vgl. noch Dion. Hal. 1, 47. 3, 69; Plut. Pericl. 13 Sol. 12; Paus. 8, 48, 1. – 2) Grund, Grundlage; Hes. Th. 117; Anth. App. 373, 6.
-
9 τίμιος
τίμι-ος [τῑ], α, ον, Pl.Prt. 347c, al.; also ος, ον S.Ant. 948 (lyr.), Arist. Pol. 1283a36, Opp.H.2.651: ([etym.] τιμή):—A valued,I held in honour, worthy,ὅδε πᾶσι φίλος καὶ τ. ἐστι Od.10.38
, cf. Sapph.10, 105, Alc. 49, Hdt.9.71, etc.; ἄνδρα τ. A.Ch. 556; γενεᾷ τίμιος [Δανάη] S. l.c.;τίμιοι ἐν τῇ πόλει Pl.Lg. 829d
;νηὸν.. πᾶσιν μάλα τ. ἀνθρώποισι h.Ap. 483
, cf. Hes.Fr.134.7, etc.: freq. in [comp] Comp. and [comp] Sup.,τιμιώταται θεῶν A.Eu. 967
(lyr.); ;- ώτερον ἐπιστήμη ὀρθῆς δόξης ἐστί Pl.Men. 98a
; as form of address,- ώτατε Dsc.Eup.1
Prooem.;τῷ -ωτάτῳ χαίρειν Luc.Ep.Sat.2.25
, A.D.Synt.41.2, Sammelb.7347.29 (ii A.D.), etc.II of things, valuable, prized,οὐδὲν κτῆμα -ώτερον S.Ant. 702
, cf. E.Alc. 301, Ph. 439 ([comp] Sup.), Apoc.17.4.2 of high price, costly, dear, Hdt.3.23 ([comp] Sup.), 8.105 ([comp] Comp.), Lys.22.8, Pl.Euthd. 304b, Prt. 347c, Thphr. Lap.18 ([comp] Sup.); πωλεῖται τίμιος is sold dearly, ib.31;τίμιον ἀγοράζειν PCair.Zen.160.10
(iii B.C.);χρυσίον ὅταν πολὺ παραφανῇ, τὸ ἀργύριον -ώτερον ποιεῖ X.Vect.4.10
: [comp] Comp. - έστερος dub. in PCair.Zen. 375.13 (iii B.C.). Adv.-ίως, πρίασθαι Lyd.Mag.3.35
.3 conferring honour, honourable, τιμία ἕδρα a seat of honour, A.Eu. 854, cf. Th. 241 (lyr.); τ. γέρας an honourable privilege, Id.Supp. 986; οὑπιρρέων γὰρ -ώτερος χρόνος ἔσται πολίταις more full of honour, Id.Eu. 853; - ωτέρα χώρα a higher place, X.Cyr.8.4.10;δῶρα Id.An.1.2.27
: τὰ τίμια, = τιμαί, Pi.Fr. 221 (cj.), SIG659.8 (Delph., ii B.C.), al., Plb.6.9.8, Supp.Epigr.3.468.10, al. (Thess., i B.C.);τὰ τ. τῶν ἱερῶν OGI 90.33
(Rosetta, ii B.C.); also in sg., SIG591.6 (Lampsacus, ii B.C.); τὰ -ώτατα, = τὰ φίλτατα, D.18.215; αἱ καλούμεναι τίμιαι τέσσαρες τέχναι Zos.Alch.p.239 B. -
10 ἄτιμος
ἄτῑμ-ος, ον, (Aτιμή 1
) unhonoured, dishonoured, Il.1.171; μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι ib. 516;ἀτιμότερον δέ με θήσεις 16.90
; ἀτιμότεροι, opp. λαχόντες τιμῆς, Thgn.1111;ἄ. μόρος
dishonourable,A.
Th. 589; ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, i.e. they have met their deserts, Id.Ag. 1443; ἄτιμος Ἀργείοισι by them, S.Aj. 440; ἔκ γ' ἐμοῦ by me, Id.OC51.b c.gen., ἄ. δωμάτων without the honour of.., not deemed worthy of.., A.Ch. 409 (lyr.); πάντων ib. 295; ; χάρις οὐκ ἄ. πόνων no unworthy return for.., Id.Ag. 354; .2 deprived of civic rights (cf. ἀτιμία), ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται Hdt.1.173
, cf. IG1.37, 9(1).334 ([dialect] Locr.), etc.; opp. ἐπίτιμος, Ar.Av. 766, Ra. 692, And.1.80; ἄ. τὰ σώματα ib.74: c.gen.; ib.75; ἄ. γερῶν deprived of privileges, Th.3.58; ἄ. τοῦ τεθνηκότος debarred from all rights in him, S.El. 1214; ἄ. τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, D.15.33;ἄ. τῆς πόλεως καθιστάναι τινά Lys.12.21
;ἄ. εἶναι καθάπαξ D.21.32
, Arist.Ath.22.8.3 of things, not honourable, Hdt.5.6 ([comp] Sup.); ἄτιμον ποιεῖσθαί τι hold in dishonour, S.Ant. 78;ἄτιμα ποιεῖν ἔς τινα Hdt.2.141
;ἄ. τοὔργον Ar.Av. 166
; less honourable,X.
Cyr.8.4.5; of parts of the body,τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA 672b21
;ἀ. σκεῦος D.S.17.66
.II (τιμή 11
) without price or value, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment, Od.16.431; of little price, cheap, opp. τίμιος, X.Vect.4.10. -
11 προσεδρεύω
προσεδρεύω (Eur. et al.; Theosophien 180, §56, 6; 1 Macc 11:40) to be beside so as to be in attendance, attend, serve, wait upon, lit. ‘sit near’ w. dat. (Aristot., Pol. 8, 4, 4, 1338b, 25; Demosth. 1, 18; Diod S 5, 46, 3 πρ. ταῖς τῶν θεῶν θεραπείαις; Ael. Aristid. 48, 9 K.=24 p. 467 D.: τ. θεῷ. Also ins, pap; TestSol 3:7 C; Jos., C. Ap. 1, 30 τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ; Archäolog.-epigr. Mitteilungen aus Österreich 6, 1882 p. 23 no. 46: an association of Σαραπιασταί has as officials οἱ προσεδρεύοντες τῷ ἱερῷ) τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Cor 9:13 v.l. τῷ ναῷ serve in the temple GJs 23:1 (v.l. παρεδρεύω).—DELG s.v. ἕζομαι. Frisk s.v. ἕδρα.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek